- κληματόξυλο
- το пень виноградной лозы; ствол виноградной лозы, используемый на дрова
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κληματόξυλο — το κορμός αμπέλου που χρησιμοποιείται για κάψιμο … Dictionary of Greek
κληματόξυλο — το το κούρβουλο του αμπελιού που χρησιμοποιείται για καύση: Καίει κληματόξυλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)